- ἀναφέρουσα
- ἀναφέρωbringpres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀναφερούσα — ἀναφερούσᾱ , ἀναφέρω bring pres part act fem nom/voc/acc dual (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναφερούσας — ἀναφερούσᾱς , ἀναφέρω bring pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) ἀναφερούσᾱς , ἀναφέρω bring pres part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αματαιότης — ἀματαιότης ( ητος), η (Α) [ματαιότης] έλλειψη ματαιότητας κατά τους Στωικούς «ἕξις ἀναφέρουσα τὰς φαντασίας ἐπί τόν ορθόν λόγον» … Dictionary of Greek